- ὑπεξήκριζον
- ὑπεξακρίζωascend to the summitimperf ind act 3rd pl (attic epic ionic)ὑπεξακρίζωascend to the summitimperf ind act 1st sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεξακρίζω — Α ανεβαίνω στην κορυφή βουνού («βοσκήματ ἄρτι πρὸς λέπας ὑπεξήκριζον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξακρίζω «αγγίζω τις άκρες, την κορυφή»] … Dictionary of Greek